Ελλιποβαρείς μητέρες:
Μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες με χαμηλό σωματικό βάρος, έως και 10%, εμφάνιζαν μεγαλύτερη νοσηρότητα. Είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι ελλιποβαρή ,πρόωρα, να εμφανίσουν αναιμία, να έχουν χαμηλότερο καρδιακό και αναπνευστικό ρυθμό, μυϊκό τόνο και αντανακλαστική ευερεθιστότητα.
Η κατάσταση αυτή βελτιώνεται σημαντικά σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, από 3 έως 6 μήνες ( όταν οφείλεται κυρίως σε αμφίβολες διαιτητικές πρακτικές ή/ και σε υπερβολική άσκηση ), όταν η μητέρα κινητοποιηθεί προς την κατεύθυνση αύξησης του βάρους της με μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή.
Παχύσαρκες μητέρες:
Έρευνες δείχνουν πως παχύσαρκες γυναίκες με 35% περισσότερο βάρος από το φυσιολογικό, βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης υπέρτασης και οιδήματος ( φόβος για προεκλαμψία ), σακχαρώδη διαβήτη, πυελονεφρίτιδας, ενώ εμφανίζουν παρατεταμένη εγκυμοσύνη και συνήθως οδηγούνται σε καισαρική τομή. Η θνησιμότητα των εμβρύων είναι επίσης αυξημένη. Τα μωρά των παχύσαρκων γυναικών παρουσιάζουν προβλήματα στην πρώτη μετεμβρυική περίοδο καθώς παρουσιάζουν δυσκολίες στη ρύθμιση της γλυκόζης.
Περιττό να ειπωθεί πως η μείωση του βαθμού παχυσαρκίας πριν την σύλληψη, θεωρητικά θα βελτίωνε την πορεία και την έκβαση της εγκυμοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, προσπάθεια αποφυγής ανάπτυξης υπερβολικού λιπώδους ιστού σε όλη τη διάρκεια της αναπαραγωγικής φάσης της γυναίκας είναι ζωτικής σημασίας και επιβάλλεται.
Εγκυμοσύνη και Άσκηση:
Υπερβολική άσκηση συνδυαζόμενη με ανεπαρκή πρόσληψη ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της αύξησης του βάρους της γυναίκας και σε φτωχή ανάπτυξη του εμβρύου.